Στις
ομαλές περιοχές που βρίσκονται στα όρια του Δρυμού
έχουν βρεθεί αρκετά στοιχεία που μαρτυρούν την ανθρώπινη
παρουσία κατά την αρχαιότητα. Στα Κάτω Πεδινά και
στον Ελαφότοπο βρέθηκαν τάφοι της εποχής του χαλκού
(12ος αι. π.Χ.). Ανάμεσα από τα χωριό Μονοδένδρι
και Βίτσα ανακαλύφτηκαν δύο αρχαία νεκροταφεία και
ερείπια οικισμού που κατοικήθηκε από τον 9ο έως
τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Οι κάτοικοι του μικρού αυτού οικισμού που βρίσκεται
στα 1.000 μ. υψόμετρο ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι που
έρχονταν με τα κοπάδια τους κάθε καλοκαίρι στους
ορεινούς βοσκότοπους του Δρυμού. |
|
Ένας ακόμα αρχαίος
οικισμός και νεκροταφείο του 10ου έως και 5ου αιώνα
π.Χ. βρέθηκε στον κάμπο της Κόνιτσας, εκεί που ο
Βοϊδομάτης συναντά τον ποταμό Αώο (λόφος Λιατοβούνι)
. Οι κάτοικοι αυτού του οικισμού, που βρίσκεται στα
450 μ., παρέμεναν όλο το χρόνο στην περιοχή και
ασχολούνταν με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Τα
ενδιαφέροντα ευρήματα από τις δύο παραπάνω αρχαιολογικές
θέσεις εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο
Ιωαννίνων.
Η αρχαία ακρόπολη "Καστράκι", που βρίσκεται
σε βραχώδη θέση στο φαράγγι του Βοϊδομάτη, χρονολογείται
από την ελληνιστική εποχή (330 π.Χ. - 168 π.Χ.)
και πιστεύεται πως αποτελούσε μία από τις βασικές
οχυρώσεις του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου.
Την περίοδο αυτή όσο και κατά τη Ρωμαιοκρατία (168
π.Χ. - 330 μ.Χ.) περιορισμένα ευρήματα στη δυτική
έξοδο της χαράδρας του ποταμού Αώου στις παρυφές
της πόλης της Κόνιτσας, αποδεικνύουν την ύπαρξη
μικρού οικισμού ενώ η πιο σημαντική οχύρωση του
Κάστρου της Κόνιτσας φαίνεται πως έλαβε χώρα το
14ο αιώνα.
Ζαγόρι:
Πέτρα σμιλεμένη στο χρόνο, από τη φύση και τον άνθρωπο
Βαθιές
χαράδρες και πέτρινες σκάλες, ασίγαστα κρυστάλλινα
ποτάμια και περίτεχνα τοξωτά γεφύρια, απότομα ορμητικά
ρέματα και πετρόχτιστοι νερόμυλοι, τεράστιοι θεϊκοί
βράχοι και πέτρινοι οικισμοί.
Φύση και άνθρωπος
σε απόλυτη ταύτιση και αρμονία. Ένα ενιαίο σύνολο
σαρανταέξι χωριών βόρεια - βορειοδυτικά των Ιωαννίνων,
διάσπαρτων σαν αητοφωλιές στα βουνά της Τύμφης,
του Μιτσικελίου και του Λύγκου, αποτελούν το Ζαγόρι.
Το όνομά του δηλώνει τον «τόπο πίσω από το βουνό»
και προέρχεται από την σλαβική σύνθετη λέξη «Za-gori».
Γεωγραφικά χωρίζεται σε τρεις επιμέρους ενότητες
το Ανατολικό, το Κεντρικό και το Δυτικό Ζαγόρι με
δεκαέξι, είκοσι και δέκα χωριά αντίστοιχα.
Χωριά πετρόχτιστα με απέριττους και περίκαλλους
ναούς και σπίτια αρχοντικά. Σε ολόκληρο τον δομημένο
χώρο του Ζαγορίου αντικατοπτρίζεται μέχρι και σήμερα
ο πλούτος αλλοτινών εποχών ο οποίος δεν |
|
θα μπορούσε
να αποδοθεί απλά και μόνο στην εκμετάλλευση των
λιγοστών παραγωγικών πόρων της περιοχής.
Η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του τόπου,
στηρίχθηκε κυρίως, στις ιδιαίτερες σχέσεις που
ανέπτυξαν οι Ζαγορίσιοι με την οθωμανική διοίκηση.
Χάρη στα σημαντικά προνόμια που οι Ζαγορίσιοι απέσπασαν
από τους Τούρκους, διατήρησαν ένα είδος αυτονομίας
- αυτοδιοίκησης καθώς και ένα καθεστώς ιδιαίτερης
φορολογικής μεταχείρισης. Σε αυτό το ξεχωριστό διοικητικό
και φορολογικό καθεστώς, σε συνδυασμό βέβαια και
με άλλους παράγοντες, αποδείδεται το φαινόμενο της
αποδημίας των Ζαγορίσιων σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, της Ρωσίας και της Δυτικής Ευρώπης,
που άρχισε περίπου στα τέλη του 16ου αιώνα και κορυφώθηκε
από τα μέσα του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η περίοδος αυτή, που σφράγισε ανεξίτηλα την οικονομική
και κοινωνική πρόοδο του Ζαγορίου, είναι αποτυπωμένη
μέχρι και σήμερα στους οικισμούς του και στο ευρύτερα
αναπτυγμένο οικιστικό του δίκτυο (γεφύρια, δρόμοι,
σκάλες, βρύσες, κ.λπ.) το οποίο δημιουργήθηκε από
τις δωρεές εύπορων ξενιτεμένων Ζαγορίσιων και από
τα χέρια, ως επί το πλείστον, μαστόρων από τα χωριά
της Κόνιτσας.
Παράλληλα
κατά την περίοδο αυτή ολοκληρώθηκε και η κοινωνική
συγκρότηση του Ζαγορίου.
Ουσιαστικά στο Ζαγόρι οι διάφορες κοινωνικές ομάδες
διακρίνονταν από τις ιδιαίτερες παραγωγικές - οικονομικές
δραστηριότητες που ανέπτυσσαν στο χώρο.
Οι Ζαγορίσιοι
επιδίδονταν κύρια στο εμπόριο και στα γράμματα.
Ειδικότερα οι Ζαγορίσιοι του Ανατολικού Ζαγορίου
(Βλαχο-Ζαγορίσιοι) επιδίδονταν -όπως και σήμερα-
και σε συγκεκριμένα επαγγέλματα που σχετίζονταν
με τις δασώδεις περιοχές όπου βρίσκονται τα χωριά
τους (υλοτόμοι κ.ά.).
Οι νομάδες κτηνοτρόφοι Σαρακατσάνοι,
έρχονταν -όπως και σήμερα- κάθε καλοκαίρι με τα κοπάδια τους στα ορεινά και
υποαλπικά λιβάδια
του Ζαγορίου από τις περιοχές της Θεσπρωτίας που
ξεχειμώνιαζαν.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα και
έπειτα αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν μόνιμα
πλέον στα χωριά της ευρύτερης περιοχής των θερινών
τους βοσκότοπων.
Άλλη, μικρότερη πληθυσμικά, κοινωνική ομάδα του
Ζαγορίου ήταν οι Γύφτοι που ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με τα τεχνικά επαγγέλματα (σιδεράδες, |
|
πεταλωτήδες
κ.λπ.) και με τη μουσική ενώ κάτοικοι από άλλες
περιοχές εκτός του Ζαγορίου (π.χ. Λάκκα Σούλι) εγκαταστάθηκαν
στην περιοχή και ασχολήθηκαν με βοηθητικές λειτουργίες
(τσοπάνηδες, αγροφύλακες κ.ά.).
Μετά
το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και με τον εμφύλιο,
το Ζαγόρι ακολούθησε την μοίρα όλων των χωριών της
Ηπείρου, η οποία σφραγίστηκε από την μαζική έξοδο
και την φυγή προς τις πόλεις, ενώ την δεκαετία του
'60 η μετανάστευση και η αστυφυλία το αποδυνάμωσαν
συνολικά.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '80 γίνεται μια προσπάθεια
ανάπτυξης της περιοχής με αιχμή τον τουρισμό, καθώς
πολλά από τα χωριά διατηρούν έως σήμερα, σχεδόν
αναλλοίωτη την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και τον παραδοσιακό
τους χαρακτήρα. |
|
Σήμερα οι κάτοικοι των χωριών του Ζαγορίου που βρίσκονται
μέσα και γύρω από το Δρυμό, ασχολούνται, εκτός από
τον τουρισμό, με την κτηνοτροφία, τη γεωργία (σε
περιορισμένη κλίμακα) και επιπλέον την υλοτομία,
στα χωριά που βρίσκονται στα βορειοανατολικά.