Γυναικείο Μοναστήρι
Τηλ. Μονής 22980.52.344
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ - ΟΝΟΜΑ
Στο ανατολικό άκρο του ιστορικού νησιού
της Ύδρας και στο άγονο βραχώδες οροπέδιο της
¶νω Ζούρβας, βρίσκεται, απομονωμένη - θα έλεγε
κανείς- από το κόσμο η Ιερά Μονή Γεννήσεως της
Θεοτόκου. Από το πλοίο, με το δρομολόγιο Πειραιάς-Υδρα,
μόλις διακρίνεται - ένα άσπρο σημάδι- μεταξύ ουρανού
και γης. Απομακρυσμένη από πόλεις και ανθρώπους,
στερουμένη των σύγχρονων ανέσεων τού πολιτισμού
και αποτραβηγμένη στην ερημική της σιωπή, λατρεύει
επί σειρά ετών Τον Κύριον και την Αειπάρθενον
Μητέρα Του, την κατ' εξοχήν Προστατιδά της, μετα
των Αγίων Θεοπατέρων, οι οποίοι υπηρέτησαν με
την αφοσιώσήν τους το Ύψιστον Μυστήριον της Ενσάρκου
Οικονομίας του Θεού μας, αξιωθέντες να «υπεραρθούν
απάντων γεννητόρων» και να γεννήσουν την Υπεραγίαν
Θεοτόκον.
Το όνομα Ζούρβα η περιοχή αυτη το έλαβε - καθώς
υπάρχει παράδοσις- από κάποιο άρχοντα ο οποίος
ονομαζόταν Ζούρβας, ο οποίος λέγεται, ότι είχε
κτισμένο το αρχοντικό του στην σημερινή θέση της
Ιεράς Μονής, το λιγότερο εκτεθειμένο σε όλους
τους ανέμους μέρος της περιοχής. Την παράδοση
επιβεβαιώνει εν μέρει το γεγονός ότι κατα καιρούς
έχουν βρεθεί, κάτω από το έδεφος, λίθινα σκαλιστά
τεμάχια κιόνων ίσως ή κιονοκράνων, η δε πρώτη
Καθηγουμένη μοναχή Καλλινίκη Παπαγεωργίου, ισχυρίζετο
ότι με την εγκατάστασή της εδώ - περί το 1920-
θυμόταν χαλάσματα πολύ παλιού σπιτιού, πολύ κοντα
στα κτίρια της Ιεράς Μονής.
Το τοπίο γύρω από την Ιερά Μονή παρουσιάζει
μία απλή ερημική μεγαλοπρέπεια. Από την θάλασσα
χαμηλά, βράχοι απότομοι και άγριοι, υψώνονται
έως επάνω σε ύψος περίπου 200 μέτρων. Είναι τα
«Καρούλια της Ύδρας», όπως τα ονόμασε κάποιος
Γέροντας πνευματικός. Οπουδήποτε στραφούν τα μάτια
δεν αντικρύζουν τίποτε άλλο, παρά μόνο πέτρα.
Βλάστηση υπάρχει ελάχιστη, αλλά σπάνια δια την
απέριττη ομορφιά της. Την άνοιξη μοσχοβολά η περιοχή
όλη από την φασκομηλιά, το θυμάρι και το κατακίτρινο
ξάλαφτο, ενώ το χειμώνα πλημμυρίζει ο τόπος από
ευωδιαστές σπέντζες (ή μανουσάκια), τα «άνθη της
Παναγίας της Ζούρβας», όπως πολλοί τα λένε, διότι
μόνο εδώ φυτρώνουν και πολλαπλασιάζονται χωρίς
την παραμικρή περιποίηση. Όσο από άγρια χόρτα
τού βουνού πικρά και δυσεύρετα για όσους τα επιθυμούν,
υπάρχουν άφθονα.
Από το λιμάνι έως τη θάλασσα - τον αρσανά
της Μονής- την Λέδιζαν, ανεβάζει έως επάνω τον
προσκυνητή από ένα στενό δρομάκι με πρόχειρο καλντερίμι,
έργο αφάνταστου κόπου, μόχθου και πολύ ιδρώτα,
ποιός ξέρει ποιών ασκητών παλιών κτητόρων, οι
οποίοι με θαυμαστή επιμονή υπέταξαν στην θέλησή
τους το βραχώδες απόκρημνο βουνό. Διότι λέγεται
ότι πρώτα κατεσκευάστηκε ο δρόμος και μετά μετεφέρθηκαν
από αυτόν τα υλικά για την ανέγερση της Ιεράς
Μονής.
Παρ' όλη όμως την αγριότητα των σιωπηλών
σκυθρωπών βράχων, η γαλήνη και η ηρεμία της φύσεως,
ιδίως κατά την απογευματινή και νυκτερινή ώρα
με τα πανέμορφα χρώματα του δειλινού, αναπαύουν
και ειρηνεύουν την ψυχή και το πνεύμα. Από μακρυά
ακούγονται τα κουδούνια από τα λίγα πρόβατα, το
κελάηδισμα της πέρδικας και η βοή της θαλάσσας.
Αυτή την ώρα η καρδια ασυναίσθητα και αυθόρμητα
υψώνεται προς τον Θεό. Τον αισθάνεται πολύ κοντά
της και νοιώθει την ανέκφραστη Θείαν Μεγαλειότητα
συνενωμένη με την απέραντη Πατρική Αγάπη προς
τον ελάχιστο άνθρωπο. Τότε τελείως απομεμακρυσμένη
από κάθε θόρυβο του κόσμου, με την αίσθηση της
μηδαμινότητας της και της αμαρτωλότητας, ζητεί
μέ πόθο να συνομιλήση μαζί Του με την εμπιστοσύνη
του τέκνου προς τον Πατέρα. Αναζωογονείται εις
την Παρουσία Του και κάτω από το γλυκό βλέμμα
της Θεοτόκου και το ιλαρό των Αγίων Θεοπατόρων
παίρνει αποφάσεις, μεταμελείται, ζητάει το έλεος,
την Προστασίαν, τη λύση των προβλημάτων της. Μοναδικές,
ανεξίτηλες στιγμές στη ζωή του ανθρώπου, τις οποίες
δεν βρίσκει στους όμορφους και πολυφωτισμένους
μεγαλοπρεπείς Ναούς των πόλεων με τον θόρυβο και
την πολυκοσμίαν . Βεβαίως παντού υπάρχει ο Θεός,
αλλ' είναι μερικοί τόποι, όπου η ψυχή νοιώθει
μόνη ενώπιόν Του μέσα στη σιωπή. Κι ένας τέτοιος
τόπος είναι το Μοναστήρι της Ζούρβας.
Παλαιότερα αρκετοί βοσκοί με τις οικογενείες
τους και τα ζώα τους υπέμεναν τις δύσκολες μέρες
των ζωών τους με όλες τις δύσκολες καιρικές συνθήκες
και γέμιζαν με την παρουσία τους την περιοχή τηνς
Ζούρβας. Η Μονή ήταν το καταφύγιό τους, η ανάπαυσή
τους. Εδώ εκμυστηρεύτηκαν τους πόνους και τις
δυσκολίες τους κι εύρισκαν παρηγοριά, άκουγαν
την σοφή πεπειραμένη συμβουλή του Γέροντα πνευματικού
Δανιήλ Σιάκου, μάθαιναν τα πρώτα γράμματα στα
παιδιά τους, προσέφεραν τα πρώτα από τα λιγοστά
προϊόντα της στερημένης ζωής τους στην Παναγία
κι βοηθούσαν προθυμότατα με τον κόπο τους σε ό,τι
χρειάζονταν η Μονή. Σήμερα όμως ερήμωσαν λίγο
- λίγο. Οι αγροκατοικίες και μόνο κατα τις ημέρες
του Πάσχα τα παιδιά τους μπορούν να ξαναζήσουν
τις παιδικές τους αναμνήσεις στον ιερό περίβολον
της Μονής, στην οποία τρέφουν ιδιαίτερη ευλάβεια,
εκτίμηση και εμπιστοσύνη.
Η συγκοινωνία της Μονής από τη Χώρα (Ύδρα)
παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία και απαιτεί αρκετό
κόπο, καθότι δεν υπάρχει δρόμος. Η απόσταση είναι
σχεδόν 3 ώρες και το μοναδικό μεταφορικό μέσο
για τα Υδραϊκά βουνά είναι το υποζύγιο, το οποίο
μεταφέρει από τα ελαφρότερα έως τα βαρύτερα φορτία
για τις ανάγκες της αδελφότητας.
Από την ξηρά υπάρχει ένα απλό μονοπάτι,
το οποίο αλλού κατεβαίνει από τα ρέμματα κι αλλού
ανεβαίνει στα ισώματα, κατεστραμμένα από την πάροδο
του χρόνου και πολύ επικίνδυνο κατα την εποχή
του χειμώνα. Η αδελφότητα από τα πρώτα χρόνια
της ιδρύσεως της Ιεράς Μονής χρησιμοποιεί το υπομονετικό
γαϊδουράκι για τις τακτικές ανάγκες μετακίνησης
στην Ύδρα.
Μάλιστα προτού έρθει ως εδώ η εξέλιξη και
η άνεση του τηλεφώνου, έπρεπε να μεταβεί η αδελφή
με οποιονδήποτε καιρό, έστω και για ένα φάρμακο
ή μία απαραίτητη παραγγελία. Παρ' όλη όμως τη
δυσκολία και την κούραση του δρόμου, το θέαμα
κατα μήκος των βουνών είναι υπέροχο. Απότομα κατεβαίνουν
ως την αφρισμένη ή γαλήνια θάλασσα, και σχηματίζουν
χαράδρες, όπου μόνο αίγες μπορούν να αναρριχώνται,
σπανίως δε μερικοί τολμηροί ριψοκινδυνεύουν να
φθάσουν την κάπαρη και το κρίταμι από τα πλέον
προσιτά μέρη.
Όποιος ξεκινήσει από την Χώρα προς τη Ζούρβα,
καθ' οδόν θα συναντήσει το ένα μετα το άλλο ξωκκλήσια
και Μοναστήρια, με τα οποία η βαθιά ευσέβεια προς
τον Ύψιστο και ο πόθος της ερημικής ζωής, ο έρως
του Θεού και της απομονώσεως, γέμισαν από παλαιοτάτων
χρόνων την ερημιά. Αφού προσπεράσει το Ησυχαστήριο
των Αγίων Φωτεινής και Ελισάβετ -μετα τα τελευταία
σπίτια της Ύδρας- και ανέβει την απότομη Παναγιά,
συναντά πρώτα το νεόκτιστο χαριτωμένο Εκκλησάκι
του Τιμίου Σταυρού.
Στη συνέχεια δεξιά από το ύψωμα της γυναικείας
Μονής της Αγίας Ματρώνης με το παρεκκλήσι του
Αγίου μάρτυρος Σώζοντος και αριστερά πάνω στα
βράχια την Αγία Τριάδα, παλαιά γυναικεία Μονή,
η οποία ανεκαινίστηκε και μετατράπηκε σε ανδρική,
γνωστή ως «Μοναστικός Οίκος Πατερικής Διακονίας».
Μετά το μοναδικό δασύλλιο από πεύκα σε όλη τη
διαδρομή του, υπάρχει η πριν ερειπωμένη Εκκλησία
των Αγίων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου του Τροπαιοφόρου
και Δημητρίου τού Μυροβλήτου, η οποία τελευταία
ανεκαινίσθηκε.
Κατόπιν η Ιερά Μονή του Θαλασσινού Αγίου
Νικολάου, όπου επί σειρά ετών μόνασαι έγκλειστος
ο ιερομόναχος γέρων Αρσένιος και πριν από 5 έτη
επισκευάσθηκε και μετατράπηκε στη γυναικεία Μονή.
Αριστερά και χαμηλά από τη θάλασσα το ξωκκλήσι
της Αγίας Παρασκευής.Στη συνέχεια του δρόμου,
επάνω στα βράχια το μικρό απέριττο ερημοκκλήσι
του «Ενσάρκου Αγγέλου», του Προφ. Ηλία. Προσπερνά
και το πτωχικό ερημοκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου
του Τροπαιοφόρου, οπότε πλέον φαίνεται καθαρά
στο βάθος η Μονή της Ζούρβας όπου φθάνει κανείς
σε 45 περίπου λεπτά της ώρας.
Σήμερα η συγκοινωνία γίνεται κυρίως με
καϊκάκι, ή βάρκα ή θαλάσσιο ΤΑΧΙ, όταν ο καιρός
το επιτρέπει. Ο επισκέπτης καθώς ταξιδεύει με
γαλήνη, θαυμάζει την αγριότητα των βράχων, οι
οποίοι από ψηλά καταλήγουν απρόσιτοι από τη θάλασσα
και χαίρεται τα παιγνίδια των γλάρων στο νερό.
Το ταξίδι διαρκεί περίπου 45 λεπτα . Από το λιμανάκι
Λέδιζα, η ανάβαση απαιτεί αντοχή και αρκετές στάσεις,
για να πάρει δύναμη το σώμα και να περιπλανηθεί
το μάτι στο μεγαλόπρεπο γύρω τοπίο. Με αργό ρυθμό
εντός 40-45 λεπτών της ώρας, το μονοπάτι φέρει
στη είσοδο της Ιεράς Μονής.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ
Συγχρόνως με τις οικοδομικές εργασίες
στήν Ιεράν Μονήν, ο Γέρων Δανιήλ και όλη η αδελφότης,
εφρόντισαν δια την καλλιέργεια της γης και για
την ανάπτυξη κάποιου εργόχειρου, ώστε να υπάρχουν
πόροι διά τα προς το ζην αναγκαία.
Εφύτευσαν κι εκαλλιέργησαν στον μικρόν
κάμπον της Ζούρβας αμπέλια αρκετά μεγάλα, με εκλεκτής
ποιότητος σταφύλια, επιτραπέζια κ.ά., η οποία
έδινε και τα υπόλοιπα δώρα του γλυκόχυμου καρπού
(μουστοκούλουρα, μουσταλευριά και πετιμέζι.) Σήμερα
όμως τα αμπέλια βρίσκονται σχεδόν κατεστραμμένα.
Διότι λόγω τής θέσεώς της -στο μέσο και κατώτερο
μέρος του κάμπου της Ζούρβας-, μετά από κάθε καταρρακτώδη
βροχή, όλα τα νερά κατεβαίνοντας από τους λόφους,
λιμνάζουν στο σημείο αυτό επί 5-10 μέρες, οπότε
τα κλήματα λίγο - λίγο σαπίζουν στην ρίζα τους
και σύν τω χρόνω καταστρέφονται.
Πολύ νωρίς επίσης άρχισε ο ίδιος ο Γέροντας
να οργώνη με τη βοήθεια της Γερόντισας και των
αδελφών τα ελάχιστα μικρά κομμάτια γης, μεταξύ
του πετρώδους εδάφους και να σπέρνη στάρι και
κριθάρι, τα οποία όμως λόγω τών αραιών βροχών
και της άγονης γης, δεν αναπτύσσονταν κανονικά.
Η εργασία ήταν αρκετά κοπιαστική διά τα
νεανικά γυναικεία και ασυνήθιστα σώματα, διότι
έπρεπε νά σκάβουν πίσω από το αλέτρι τού Γέροντος
όσα μέρη δεν έφτανε. Κατόπιν να θερίζουν μόνες
τα αραιά και κοντά στάχυα (ύψους 0,20 έως 0,50
μ.), να μεταφέρουν στο αλώνι τα δεμάτια, ν' αλωνίσουν
με τα ζώα και αφού λυχνίσουν με το πρώτο αεράκι,
ν' αποθηκεύσουν τον καρπό. Και παρ' όλας τις προσπάθειας
και τους κόπους των, η συγκομιδή δεν ήταν επαρκής
γιά την συντήρηση των υποζυγίων, τα οποία πάντα
η Ι. Μονή χρησιμοποιεί ως μεταφορικόν μέσον. Δι'
αυτό προ ετών εσταμάτησεν η καλλιέργεια της γης
με την ελάττωση των μελών της αδελφότητας.
Τα πρώτα χρόνια έτρεφαν και λίγα πρόβατα
για να έχει η αδελφότης τα προς την διατροφήν
προϊόντα τους. Μια μοναχή ασχολείτο με τη βοσκή
του μικρού κοπαδιού στα γύρω άγονα βουνά, άλλη
μοναχή έπηζε το τυρί, έγνεθαν επίσης το μαλλί
κι έπλεκαν μάλλινα ρούχα για τις ατομικές τους
ανάγκες. Αργότερα όμως σταμάτησε η εργασία αυτή,
γιατί ο κόπος ήταν πολύς, η τροφή γιά το κοπάδι
ελάχιστη και απόδοσις δεν υπήρχε.
Από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετώπισε
η αδελφότης ήταν η προμήθεια των ξύλων διά καύσιμα.
Ο φούρνος για το ψωμί, η καθημερινή μαγειρική,
το βάψιμο των νημάτων απαιτούσαν αρκετά ξύλα και
κλαριά. Και τα μέν χονδρά ξύλα αγόραζε η Μονή,
εφ' όσον δεν υπάρχουν καθόλου δέντρα στην περιοχή
της, τα κλαριά όμως προς αποθήκευση για να υπάρχη
επάρκεια για όλο το χρόνο, έπρεπε να τα μαζέψει
η αδελφότης. Προς τούτο τρεις φορές κατά τήν διάρκειαν
του χρόνου από τα γύρω βουνά μάζεβαν οι μοναχές
κλαριά από θυμάρια, πίλουρα (αφάνες), και διαφόρους
θάμνους και αφού τα πατούσαν δυνατά επί τόπου
για να γίνουν δεμάτια, τα φόρτωναν στα ζώα, συχνά
δε και οι ίδιες φορτώνονταν και τα μετέφεραν στην
Μονή. Η εργασία ήταν από τις πλέον κουραστικές,
γιατί απαιτούσε δύναμη και σωματική αντοχή ανώτερη
των γυναικείων σωμάτων. Για την αγάπη όμως του
Χριστού, που λάτρευαν και για την εξυπηρέτηση
της Μονής, γίνονταν αγόγγιστα και με πραγματική
αυταπάρνηση.
Το έτος 1945 άρχισε ν' αναπτύσσεται και
η μελισσοκομία με λίγες κυψέλες κατ’ αρχήν, οι
οποίες ηυξήθηκαν σύντομα κι έφθασαν τις 25 με
30. Το μέλι είναι αρίστης ποιότητας, γιατί το
θυμάρι υπάρχει άφθονον στην περιοχή, η ξηρασία
όμως του τόπου και οι λίγες βροχές δεν βοηθούν
στην άνθησίν του. Γιά τούτο δεν ευδοκιμούν πάντα
τα μελίσσια ώστε νά υπάρχη καθε χρόνο ικανοποιητική
συγκομιδή.
Από τα πρώτα χρόνια όμως, η κατ' εξοχήν
βιοποριστική εργασία στην Ι. Μονήν Ζούρβας ήταν
η υφαντική. Ένα πολύ μεγάλο εργαστήριο από 5 συνεχόμενα
δωμάτια, καθημερινά παρουσίαζε την όψη μελισσιού,
που η αδιάκοπη εργασία συνδιάζοταν με την προσευχή
και την αλληλοεξυπηρέτηση. Στο μεγαλύτερο δωμάτιο,
διαστάσεων 15 x 4,5 μ. υπήρχε εποχή, κατά την
οποία εργάζονταν συγχρόνως 8 αργαλειοί. Ύφαιναν
κουβέρτες πολύ ζεστές, φασωτές, καραμελλωτές,
χράμια μάλλινα και μαλλοβάμβακα, σενδόνια, τραπεζομάνδηλα,
πετσέτες, ταγάρια, κιλίμια, καθώς και πρόχειρα
στρωσίδια. Μία αδελφή κατά καιρούς γύριζε στα
χωριά της απέναντι Ερμιονίδας (Κρανίδι, Ερμιόνη,
Κοιλάδα, Φούρνους κ.λ.π.), όπου έπαιρνε παραγγελίες
και παρέδιναν τα έτοιμα.
Το νήμα προμηθεύοταν από το εμπόριο σε
αρκετή ποσότητα, με το φυσικό του (κρεμ) χρώμα
και το έβαφαν σε διάφορους χρωματισμούς κατά τις
παραγγελίες. Από τα χράμια ύφαιναν χωρίς να τα
βάψουν. Ή αγόραζον από τους γειτονικούς ποιμένες
μαλλί ακατέργαστο, το οποίο έπλεναν στην θάλασσα,
έγνεθαν κι έβαφαν, το χρησιμοποίουν όμως κυρίως
για ατομικό ιματισμό (κάλτσες και φανέλλες). Για
το διπλανό εργαστήριο υπήρχαν δύο «διάστρες» (παραμένουν
έως σήμερα χωρίς βεβαίως να χρησιμοποιούνται),
μία από τα χονδρά νήματα και μία από τα ψιλά.
Εκεί ετοίμαζαν το στημόνι, αφού προηγουμένως το
είχαν επεξεργασθεί (πλύσιμο, άπλωμα και καλάμισμα).
Συγχρόνως δούλευαν και δύο πλεκτομηχανές
για φανέλλες χονδρές, πουλόβερ, ζακέττες, κάλτσες,
κασκόλ μάλλινα και βαμβακερά.
Τον αγώνα της συνεχούς, από το πρωϊ ως
το απόγευμα εργασίας, ο αείμνηστος Γέρων Δανιήλ
και η Γερόντισσα Καλλινίκη, προσπαθούσαν πάντα
να το κάνουν ευχάριστο για τα πνευματικά τους
παιδιά, με το να περνούν συχνά πότε με ένα μικρό
κέρασμα (λουκούμι ή καραμέλλα, πολύτιμα για την
εποχή αυτή) πότε με ένα ωφέλιμο «άλατι ηρτυμένον»
αστείο και πάντα με την συμβουλή και τον φωτισμένο
λόγο τους.
Όλα αυτά με τον χρόνο σταμάτησαν. Με την
πάροδο των χρόνων λιγόστευσε ο αριθμός των αδελφών
και οι σωματικές δυνάμεις ολίγον κατ' ολίγον κατέπεσαν.
Οι αργαλειοί, ο ένας μετά τον άλλον λύθησαν κι
στοιβάχθησαν σε ένα μέρος, με την ελπίδα ότι κάποτε,
εάν η Παναγία ευδοκήση ν' αυξηθή πάλιν η αδελφότης
και υπάρχουν δυνάμεις, να συνεχισθή το διακόνημα
αυτό και να μεταδοθει η τέχνη στους νεώτερους.
Οι αδελφοί ασχολήθηκαν σε μικροεργασίες,
στην παρασκευή μοσχολιβάνου και διακόσμηση πήλινων
πιάτων. Ο επισκέπτης της Ι. Μονής, το μόνο το
οποίο θα δει σήμερα είναι τα μεγάλα εργαστήρια
με όσα από τα σύνεργα της υφαντικής παραμένουν
ακόμα στην θέση τους, για να υπενθυμίζουν στους
τεράστιους κόπους, των παλαιών αδελφών για την
ανακαίνιση και συντήρησιν της Ι. Μονής. Θα δει
ακόμη το ζυμωτήριο, ιδιαίτερα μικρό δωμάτιο με
την μεγάλη παλαιά σκάφη του ζυμώματος (η οποία
δεν χρησιμοποιείται πλέον) και δίπλα τον μεγάλο
φούρνο με τα δεμάτια των κλαριών, ο οποίος κάθε
τόσο ανάβει για το ψωμί και κανένα φαγητό ή γλυκά.
Μικροκαλλιέργεια λίγων λαχανικών (των πλέον
απαραιτήτων) γίνονται σε μικρούς κήπους. Παρ'
όλο ότι η αδελφότης σήμερα επιθυμεί να ασχοληθή
με την καλλιέργεια ωρισμένων χειμερινών λαχανικών
για την διατροφή, υπάρχει το μεγάλον πρόβλημα
της ελλείψεως του ύδατος. Αποκλειστικά η Μονή
υδρεύεται από το βρόχινο νερό, το οποίο αποθηκεύεται
σε στέρνες και χρησιμοποιείται για όλες τις ανάγκες.
Και αν μέν ο Ύψιστος στείλει την ευλογημένη βροχή
κι ευδοκήσει να γεμίσουν οι στέρνες τον χειμώνα,
υπάρχει νερό ως το επόμενο έτος. Αν όμως οι βροχές
είναι λιγοστές, το νερό χρησιμοποιείται μετά μεγίστης
οικονομίας κι επομένως δεν υπάρχει περιθώριο για
ποτίσματα κήπων και λαχανικών, τα οποία απαιτούν
πολύ νερό.
Παλαιότερα -προτού κατασκευασθούν για τις
συνδρομές των ευλαβών δωρητών οι 3 νεώτερες στέρνες-
το πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Υπήρξαν εποχές,
κατά τις οποίες αναγκάσθηκαν οι αδελφοί να πλένουν
τα χονδρά ρούχα μέσα στην θάλασσα και για τις
καθημερινές ανάγκες να μεταφέρουν το νερό με τα
υποζύγια από μικρό φρεάτιο (πηγή) κοντά στη θάλασσα,
ως πάνω στη Μονή. Κάποτε μάλιστα, τόσο πολύ δοκιμάσθηκε
η Μονή από την έλλειψη νερού, ώστε ο Γέρων Δανιήλ
κάλεσε την αδελφότητα και είπε με πόνο ψυχής:
«Παιδιά μου, βλέπετε την κατάσταση. Όποια νομίζει
ότι δεν αντέχει την τόση στέρηση του νερού, ας
γυρίσει στο σπίτι της ως ότου ξαναβρέξει». Καμμία
όμως δεν έκανε αυτό το τόλμημα, αλλά με υπομονή
όλοι περίμεναν, ως ότου να έρθει, με την βοήθεια
της Υπεραγίας Θεοτόκου, η δοκιμασία.
Δικαίως λοιπόν μακαρίζονται και μνημονεύονται
οι γνωστοί και άγνωστοι ευεργέτες, οι οποίοι εσχάτως
προσέφεραν προθυμότατα το κατά δύναμιν στην έκκληση
της αδελφότητας και κατεσκευάσθηκε μια μεγάλη
στέρνα και μία μικρή, ώστε στην κατάξηρη Ζούρβα,
ιδίως κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, να υπάρχει
για τον προσκυνητή μία όασι όχι μόνο πνευματική,
αλλά και υλική, η αυλή της Ιεράς Μονής με τα άνθη
και την δρόσια της κληματαριάς.
EΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι γεγονός ότι η περιοχή της Ζούρβας
και κατ' εξοχήν η Ι. Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου,
θεωρείται τόπος αγιασμένος. Η ολοζώντανη Παρουσία
της Αειπαρθένου Θεοτόκου αγιάζει την βραχώδη έρημο,
δροσίζει κάθε διψασμένη ψυχή και παρηγορεί τους
πονεμένους οι οποίοι προσέρχονται σε Αυτήν.
Αλλά και η μυστική παρουσία των μελών της
θριαμβευούσης τώρα Εκκλησίας, μοναχών που έζησαν
με άσκηση, υπακοή και αγάπη κι έφυγαν με τέλη
σιακά, φωτίζει με το παράδειγμα κι εμπνέει την
τωρινή αδελφότητα. Για αυτό και η Ι. Μονή της
Ζούρβας συγκεντρώνει τη γενική εκτίμηση κι ευλάβεια
όσων την γνωρίζουν προσωπικώς ή εξ ακοής, η οποία
αποδίδεται πρώτον στη Μεγαλόχαρην και κατόπιν
στους Αγίους Θεοπάτορας. Απόδειξη, το ότι και
η Ι. Μονή και η αδελφότης, παρά το απομεμακρυσμένον
του τόπου, παρά την έλλειψιν υλικών πόρων και
την στέρηση των σημερινών ανέσεων του πολιτισμού,
διατηρούνται και συντηρούνται κυρίως με την αξιέπαινη
συμπαράσταση, το συγκινητικό ενδιαφέρον και την
φροντίδα των πιστών Χριστιανών. Προς όλους τους
ευεργέτες οφείλεται βαθιά ευγνωμοσύνη και από
την θέση αυτή κι έκφραση θερμοτάτων ευχαριστιών.
Διακαής πόθος και ολόψυχος ευχή είναι να
διαφυλαχθή η ιερά παρακαταθήκη, την οποία παρέδωσε
ο μόχθος και η συνειδητή ευλάβεια των μακαρίων
κτητόρων και να συνεχισθή η ιερά παράδοσις των
προηγουμένων γενεών στήν μικρή σήμερα αδελφότητα.
Ο δε πολυεύσπλαγχνος Κύριος, δια πρεσβειών της
Αειπαρθένου Θεοτόκου και των Αγίων Θεοπατόρων
Ιωακείμ και ¶ννης, να δίνει πλούσιες τις ευλογίες
Του στους πιστούς, οι οποίοι σέβονται και βοηθούν
την Ι. Μονήν.
|