Πρώτοι κάτοικοι της 'Υδρας (ή Υδρέας)
ήταν οι Δόλοπες ή οι Δρύοπες. Αρχικά το νησί ανήκε
στην επικράτεια της Ερμιόνης. Το 60 π.Χ. αιώνα
εγκαταστάθηκαν εκεί Σάμιοι που έφυγαν από την
πατρίδα τους μετά από μια αποτυχημένη στάση κατά
του τυράννου Πολυκράτη. Αργότερα παραχώρησαν
το νησί στους Τροιζήνιους. 'Εκτοτε δεν υπάρχουν
ιστορικές μνείες για την τύχη τού νησιού που είχε
περιέλθει σε αφάνεια.
Ερείπια της αρχαίας πόλης, γνωστής και
ως Υδρέας, βρέθηκαν στην θέση της σημερινής κωμόπολης.
Πρωτοϊστορική εγκατάσταση πρωτοελλαδικών χρόνων
ανασκάφτηκε στα νοτιοδυτικά του νησιού, απέναντι
από το νησάκι Πέται.
(Βυζαντινή). Κατά την πρώιμη βυζαντινή
περίοδο η νήσος υπαγόταν στην επαρχία Αχαίας με
πρωτεύουσα την Κόρινθο και συνέχισε χωρίς ιδιαίτερα
προβλήματα τον ιστορικό της βίο. Η σιγή των πηγών
μέχρι τον 8ο αιώνα είναι γενικότερη για τον ελλαδικό
χώρο και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα
για δημογραφική παρακμή της νήσου. Στα Τακτικά
του 9ου αιώνα αναράφεται ως επισκοπή (Notitiae
Episcopatuum της εποχής των Μακεδόνων, των Κομνηνών
και των Παλαιολόγων), οι δε μαρτυρίες αυτές επιβεβαιώνουν
την ακμή της νήσου ιδιαίτερα μετά τον 10ο αιώνα.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας κατέφυγαν
στην νήσο και πολλοί αλβανόφωνοι της Πελοποννήσου,
οι οποίοι υπηρετούσαν στον στρατό των Δεσποτών
του Μυστρά μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
(1453) και αναζήτησαν ηρεμότερη ζωή στην απόκρυμνη
νήσο. Η αφομοίωση των αλβανοφώνων με τον τοπικό
πληθυσμό εκφράστηκε σε όλους τους τομείς της οικονομικής
ζωής (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία κλπ.).
Πριν από το τέλος του 15ου αιώνα εγκαταστάθηκαν
στην Ύδρα από την απέναντι πελοποννησιακή ακτή
οι πρώτοι έποικοι, από τους οποίους οι περισσότεροι
ήταν Αρβανίτες, απόγονοι των Αλβανών που είχαν
προσκληθεί από τους δεσπότες του Μυστρά, για να
ενισχύσουν τις δυνάμεις του δεσποτάτου εναντίον
των Τούρκων. Στον πρώτο αυτόν πυρήνα προστέθηκαν
αργότερα και κάτοικοι άλλων περιοχών από την Αττική,
από την 'Ηπειρο, από την Εύβοια και αλλού. Η πληθυσμιακή
όμως και η οικονομική ανάπτυξη του νησιού σημειώθηκε
δύο αιώνες αργότερα και συγκεκριμένα από τις αρχές
του 18ου αιώνα, όταν μετά τον τελευταίο Τουρκοβενετικό
Πόλεμο (1714-1718) ήλθαν στο νησί νέοι έποικοι
από το Ναύπλιο και την Μονεμβασιά.
Κτηνοτρόφοι και γεωργοί αρχικά, οι κάτοικοι
της 'Υδρας στράφηκαν αργότερα στην ναυτιλία και
με μικρά τρετήρια 10-15 τόννων πραγματοποιούσαν
μεταφορές από νησί σε νησί, αλλά και στην Πελοπόννησο
και την Αττική. Η πρώτη ναυπήγηση μικρού πλοίου
στην 'Υδρα έχει γραφεί ότι πραγματοποιήθηκε το
1657. Η πληροφορία όμως αυτή είναι αμάρτυρη. Βέβαιο
είναι ότι το 1745, οι Υδραίοι ναυπήγησαν πλοίο
100 τόννων και το 1764 ο Άγγλος περιηγητής Τσάντλερ
(Chandler) που ταξίδεψε στο Αιγαίο με υδραϊκό
πλοίο, μας πληροφορεί ότι το νησί είχε 120 καράβια
άριστα εξοπλισμένα. Δύο χρόνια αργότερα ο Γάλλος
πρόξενος στην Κορώνη Λεμαίν (Lemaine) τα υπολογίζει
σε 200 και τα θεωρεί επικίνδυνο αντίπαλο για το
γαλλικό ναυτικό, καθώς πραγματοποιούσαν ταξίδια
στην Μεσόγειο και ιδιαίτερα στα λιμάνια της ιταλικής
χερσονήσου. Στο τέλος του 18ου αιώνα η ναυτική
δύναμη του νησιού παρουσίαζε σημαντικότατη άνοδο,
που συνεχίστηκε και στις δύο πρώτες δεκαετίες
του 19ου αιώνα κυρίως με τύπους πλοίων μεγάλης
χωρητικότητας.
Η ναυτική ακμή της 'Υδρας κατά τους τελευταίους
αιώνες της Τουρκοκρατίας πρέπει να σημειωθεί ότι
οφείλεται και στην εύνοια των καπουδάν πασάδων,
καθώς από το νησί ναυτολογούσαν άντρες για την
τουρκική αρμάδα. 'Ηδη το 1745 ναυτολογήθηκαν από
το νησί 1Ο κάτοικοι, ενώ το 1770 ο αριθμός των
Υδραίων ναυτών του τουρκικού στόλου είχε αυξηθεί
σε 50 κάθε χρόνο. Κάτω από τις συνθήκες αυτές
το νησί δεν έλαβε μέρος στα Ορλοφικά, όπως άλλωστε
και τα άλλα νησιά του Αιγαίου, εκτός από την Κρήτη.
Καταλήφθηκε από τους Ρώσους, οι οποίοι
μετά την ναυμαχία του Τσεσμέ (1770), ήταν κύριοι
των ελληνικών θαλασσών. Μετά την Συνθήκη του Κιουτσούκ
Καϊναρτζίκ (1774) τα προνόμια που παραχωρήθηκαν
στους νησιώτες ευνόησαν το υδραϊκό ναυτικό. Παρά
το γεγονός ότι το νησί ήταν υποχρεωμένο να παρέχει
μέχρι την Ελληνική Επανάσταση στην τουρκική αρμάδα
ναύτες που ο αριθμός τους κατ' έτος κυμαινόταν
από 100 ώς 500. Το 1797 Ο Τούρκος αρχιναύαρχος
διέταξε τους Υδραίους να στείλουν στον τουρκικό
ναύσταθμο 150 ναύτες «διά την επικειμένην χρείαν
τού να σταλούν μερικά τροπαιούχα καράβια από τού
αυτοκρατορικού στόλου εις τα μέρη τού Δουνάβεως
εναντίον ενός αποστάτου» (: του Πασβάνογλου).
Την σημασία του υδραϊκού ναυτικού είχαν εκτιμήσει
και οι Γάλλοι που κατείχαν τα Επτάνησα, αλλά ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόσκληση του Ρήγα
προς τους Υδραίους, όπως διατυπώνεται στον Θούριό
του:
«Τής Κρήτης και της Νύδρας,
θαλασινά πουλιά
καιρός ειν' της πατρίδος ν' ακούστε τη λαλιά.
Κι όσοι είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά
οι Νόμοι σάς προστάζουν να βάλετε φωτιά». |
Από την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα,
αρχηγός των Ελλήνων ναυτών που υπηρετούσαν, υποχρεωτικά
ναυτολογημένοι, στον τουρκικό στόλο ήταν Υδραίος
(είχε τον τίτλο τού μπας-ρείζη).
Στο αξίωμα αυτό ανήλθαν ο Γεώργιος Βούλγαρης,
ο Χατζή-Γιάννης Καραντάνης, ο Νικόλαος Ρούσος,
ο Νικόλαος Κοκοβίλης, ο Δημήτριος Κριεμπάρδης
και τελευταίος ο Κωνσταντίς Γκιούστος, που απαγχονίστηκε
στην Κωνσταντινούπολη μόλις άρχισε η Ελληνική
Επανάσταση.
'Όπως προκύπτει από έγγραφα και συγκεκριμένα
από τον «ναυτικό νόμο» της 'Υδρας του 1818, ο
μπας-ρείζης δεν ήταν μόνο αρχηγός των Ελλήνων
ναυτών αλλά και κύριος εκπρόσωπος των Υδραίων
στην Κωνσταντινούπολη: αναλάμβανε την ρύθμιση
των υποθέσεων του νησιού και προστάτευε τα συμφέροντα
του πληθυσμού στο σύνολό του, αλλά και μεμονωμένων
κατοίκων του.
Από τον «ναυτικό νόμο» του 1818, αλλά και
από τον παλαιότερο «ναυτεμπορικό νόμο της 'Υδρας»
του 1803, που υπογράφεται από τον μπας-ρείζη του
στόλου Γεώργιο Βούλγαρη, ο οποίος τώρα είχε διοριστεί
κοτζαμπάσης στο νησί, αποδιοργανώνεται η οργάνωση
του νησιού τόσο στον οικονομικό, όσο και στον
κοινοτικό τομέα. Με διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό,
που από 5.000 περίπου του τέλους τον 18ου αιώνα
αυξήθηκε υπέρμετρα σε λίγα χρόνια.
Η 'Υδρα γνώρισε ευμάρεια, όση καμιά ίσως
άλλη ελληνική περιοχή. Το επίπεδο στο οποίο έφτασε
η ναυτική επίδοση των Υδραίων μαρτυρείται και
από το γεγονός ότι πρώτοι και μόνοι αυτοί στον
ελληνικό χώρο ίδρυσαν ναυτική σχολή και κάλεσαν
lταλούς και Πορτογάλους ειδικούς για να διδάξουν
την ναυτική τέχνη συστηματικότερα στους νέους.
Στις παραμονές του 1821 η 'Υδρα διέθετε
115 πλοία χωρητικότητας πάνω από 100 τόννους και
πολλά άλλα μικρότερα. Τα πλοία αυτά επανδρωμένα
με ναύτες εμπειροπόλεμους από την υποχρεωτική
ναυτολογία τους στον τουρκικό στόλο και από την
σύγκρουσή τους με πειρατές αποτέλεσαν, μαζί με
τα πλοία των Σπετσών, των Ψαρών και άλλων νησιών,
αποφασιστικό παράγοντα για την επικράτηση της
Επανάστασης και για την αποτροπή τουρκικών στρατευμάτων
στην Πελοπόννησο.
Τον Δεκέμβριο του 1820 έφτασε στην 'Υδρα
ο Παπαφλέσσας με επιστολή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη
προς τον Φιλικό Ιάκωβο (Γιακουμάκη) Τομπάζη και
άλλους Υδραίους, σχετική με την προετοιμασία του
Αγώνα. Οι νοικοκυραίοι όμως του νησιού, παρά το
γεγονός ότι ανάμεσά τους ήταν και Φιλικοί, είχαν
επιφυλάξεις για την έναρξη της επανάστασης, που
την θεωρούσαν άκαιρη.
Στις 27 Μαρτίου ο Αντώνης Οικονόμου, «πλοίαρχος
δευτέρας τάξεως», μυημένος στην Φιλική Εταιρεία,
ύψωσε την επαναστατική σημαία και στις 31 Μαρτίου
οι πρόκριτοι της 'Υδρας με έγγραφό τους τον αναγνώρισαν
ως διοικητή των δυνάμεων του νησιού και ανέλαβαν
την υποχρέωση να του συμπαραστέκονται με κάθε
τρόπο. Στις 17 Απριλίου ο Οικονόμου, οι πρόκριτοι
και ο Υδραϊκός λαός συγκεντρώθηκαν στον ναό της
μονής της Παναγίας όπου έγινε δοξολογία από τον
αρχιερέα τού νησιού Γεράσιμο και από την στιγμή
εκεί, η 'Υδρα βρέθηκε στην πρωτοπορία τού ναυτικού
αγώνα.
Τα υδραϊκά πλοία έλαβαν μέρος σε όλες τις
ναυτικές επιχειρήσεις του «Τρινησίου στόλου»,
καταναυμάχησαν επανειλημμένα την τουρκική αρμάδα,
και συνετέλεσαν στον θρίαμβο των επαναστατικών
δυνάμεων στο Αιγαίο.
Κατά την Καποδιστριακή Περίοδο η 'Υδρα
υπήρξε ένα από τα κυριότερα κέτρα αντιπολίτευσης
εναντίον του Κυβερνήτη. Στο νησί εκδόθηκε η αντικαποδιστριακή
εφημερίδα «Απόλλων» του Αναστάσιου Πολυζωίδη.
Η οικονομική κάμψη του νησιού άρχισε μετά
την επανάσταση και περιορίστηκε η ναυτική του
δύναμη. Η συμμετοχή όμως του πληθυσμού στις οικονομικές
δραστηριότητες του νεοελληνικού κράτους, έστω
και περιορισμένη, συνεχίστηκε ως τα μέσα του 19ου
αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Βασικό για την ιστορία του νησιού
είναι τα έργα του Αντ, Λιγνού, Αρχείον της κοινότητος
Ύδρας, τόμο Α'-ΙΣΤ (Πειραιός 1921-1932) και του
ίδιου, Ιστορία της νήσου Ύδρας (2τόμ., Πειραιεύς
1946-1953). Για την κοινοτική οργόνωση του νησιού
βλ, Ι, Β, Λυκούρη, Η διοίκησις και η δικαιοσύνη
των τουρκοκρατουμένων νήσων, Αίγινα, Πόρος, Σπέτσες,
'Υδρα (Αθήνα 1954). Πολύτιμο για την έρευνα είναι
το βιβλίο της Φιλίας Ζουρντού-Λεούση, Ευρετήριο
του αρχείου της Κοινότητας Ύδρας» (Αθήνα 1991)
Πηγή: Πάπυρος
Λαρούς Μπριτάννικα |
|